- περιοκέλλω
- Α1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… … Dictionary of Greek